Η υπέρταση αποτελεί μία από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ένας παθολόγος.
Στις περισσότερες χώρες του αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου, το 1/3 των ενηλίκων παρουσίαζει υπέρταση.
Η υψηλή πρόσληψη άλατος, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, καθώς και η αύξηση της ηλικίας, αποτελούν μερικούς από τους επιβαρυντικούς παράγοντες για την εμφάνισή της.
Η αύξηση των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης σχετίζεται συχνά με υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών και εγκεφαλικών επεισοδίων, καθώς και νεφροπάθειας.
Με τη βοήθεια της σωστής ιατρικής καθοδήγησης (κλινική εξέταση, εργαστηριακό έλεγχο, διάγνωση, αντιμετώπιση και παρακολούθηση) είναι δυνατόν να ελαχιστοποιήσουμε τις επικίνδυνες αυτές εκδηλώσεις, που μπορεί να επιφέρει στον οργανισμό μας.
Με τον όρο δυσλιπιδαιμία λογίζουμε κάθε διαταραχή των λιπιδίων στο αίμα, που αφορά τόσο στην αύξηση της ολικής χοληστερόλης, της LDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων, όσο και στην ελάττωση της HDL χοληστερόλης, από τις οποίες προκαλείται βλάβη στον οργανισμό.
Η Δυσλιπιδαιμία διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν είναι κληρονομικής αιτιολογίας και σε δευτεροπαθή, όταν είναι αποτέλεσμα άλλων παθολογικών καταστάσεων ή και κακής διατροφής.
Η Δυσλιπιδαιμία έχει χαρακτηρισθεί ως μία αθόρυβη και ύπουλη νόσος, αφού δεν προκαλεί συμπτώματα, δρώντας έτσι βλαπτικά στις αρτηρίες, στενεύοντας τες και καθιστώντας έτσι τον οργανισμό επιρρεπή σε καρδιαγγειακούς κινδύνους.
Η διάγνωση της δυσλιπιδαιμίας τίθεται εύκολα, με μία απλή εξέταση αίματος, αφού προηγηθεί νηστεία 10-12 ωρών.
Η θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας είναι ζωτικής σημασίας για τον ασθενή, καθώς ο παθολόγος, με τις απαραίτητες υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες που θα παράσχει στον ασθενή, αλλά και με τα κατάλληλα υπολιπιδαιμικά φάρμακα, θα βελτιώσει τόσο την ποιότητα όσο και το προσδόκιμο ζωής του.
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια μεταβολική ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία). Διακρίνεται σε τρεις κύριες κατηγορίες: α) Ινσουλινοεξαρτώμενος ή σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, β) Μη ινσουλινοεξαρτώμενος ή σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, γ) Σακχαρώδης διαβήτης κύησης.
Ο σακχαρώδης διαβήτης παρουσιάζει παγκοσμίως μία αλματώδη αύξηση την τελευταία δεκαετία, καθώς ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από αυτόν έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Παγκοσμίως, έχει εκτιμηθεί ότι το 8,3% των ενηλίκων (382 εκατομμύρια άνθρωποι) έχουν σακχαρώδη διαβήτη και ο αριθμός των ατόμων με τη νόσο αναμένεται να αυξηθεί πέρα από 592.000.000 σε λιγότερο από 25 χρόνια.
Στα συμπτώματα της νόσου, που οδηγούν στη διάγνωση ή την αναζήτηση του ΣΔ, περιλαμβάνονται η πολυουρία, η πολυδιψία, η ξηροστομία και η απώλεια βάρους, τα οποία είναι τα χαρακτηριστικότερα και τα συχνότερα συμπτώματα.
Οι επιπλοκές της νόσου είναι τόσο οι οξείες (Διαβητική κετοξέωση, Διαβητικό υπερωσμωτικό μη κετονικό υπεργλυκαιμικό κώμα, Υπογλυκαιμία), όσο και οι χρόνιες (Στεφανιαία νόσος, Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, Περιφερική αποφρακτική αρτηριακή νόσος, Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, Διαβητική νεφροπάθεια, Διαβητική νευροπάθεια).
Ο μεγάλος επιπολασμός των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη καθιστά αναγκαία τη γρήγορη διάγνωση και τη σωστή ρύθμισή του.
Ο όρος ουρολοίμωξη αναφέρεται σε μόλυνση/ λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος.
Είναι από τις συχνότερες λοιμώξεις του ανθρώπινου οργανισμού.
Προκαλούνται από βακτήρια, ιούς ή μύκητες.
Μερικοί επιβαρυντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της ουρολοίμωξης είναι η κακή υγιεινή, η σεξουαλική πράξη, η στάση των ούρων και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Σε περίπτωση ουρολοίμωξης, κρίνεται απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση και η άμεση αντιμετώπισή της.
Το κοινό κρυολόγημα, η οξεία φαρυγγίτιδα και αμυγδαλιτιδα, η γρίπη, η οξεία τραχειοβρογχίτιδα, η ιγμορίτιδα και η πνευμονία είναι μερικές από τις λοιμώξεις του αναπνευστικού μας συστήματος.
Ο βήχας, ο πυρετός, η κακουχία, η φαρυγγαλγία, οι μυαλγίες, η απόχρεμψη και η ρινική καταρροή είναι μερικά από τα συμπτώματα που θα πρέπει να μας οδηγήσουν στον ιατρό, για τη σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση, προς αποφυγή των επιπλοκών τους.
Στις παθήσεις του πεπτικού συστήματος συμπεριλαμβάνονται όλες οι παθολογικές καταστάσεις που αφορούν τον οισοφάγο, τον στόμαχο, το λεπτό και παχύ έντερο, το ήπαρ και τη χολυδόχο κύστη, τον σπλήνα και το πάγκρεας.
Μερικές από τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος που απαντώνται συχνά είναι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, το πεπτικό έλκος, η χολολιθίαση, η οξεία χολοκυστίτιδα, η οξεία και χρόνια παγκρεατίτιδα, η γαστρεντερίτιδα, η οξεία σκωληκοειδίτιδα, η αιμορροειδοπάθεια και οι κακοήθειες.
Συμπτώματα που θα πρέπει να οδηγήσουν τον ασθενή στον ιατρό είναι η διάρροια, οι έμετοι, το κοιλιακό άλγος, τα δυσπεπτικά ενοχλήματα, ο ίκτερος, η απώλεια βάρους και η δυσκοιλιότητα.
Ως αναιμία χαρακτηρίζεται η πτώση της αιμοσφαιρίνης ή του αιματοκρίτη κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα.
Μερικές από τις κυριότερες αναιμίες είναι η σιδηροπενική αναιμία, η μεσογειακή, η σιδηροβλαστική, η αναιμία χρονίας νόσου, η μεγαλοβλαστική, η αιμολυτική κ.α.
Εκδηλώνονται με πληθώρα συμπτωμάτων όπως: η κόπωση, η ζάλη, η ατονία, η δύσπνοια, η ταχυκαρδία, η ωχρότητα δέρματος και επιπεφυκότων.
Σε περίπτωση αναιμίας κρίνεται απαραίτητος ο έλεγχος εις βάθος, για την ανεύρεση του αιτίου που την προκάλεσε, έτσι ώστε να ακολουθηθεί η ορθή αντιμετώπισή του.